lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βέβαιος στα πορτογαλικά

Λέξη:
βέβαιος (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (27):
abonado, algum, alguém, autêntico, certamente, certo, concreto, consistente, constante, contínuo, enésimo, feramente, fiambre, fidedigno, figo, firme, indubitável, positivo, preciso, probo, salvo, seguro, solvente, sólido, um, uma, uno
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά βέβαιος, βέβαιος συνώνυμο, βέβαιος συνώνυμα, βέβαιος στα πορτογαλικά, abonado στα ελληνικά
βέβαιος στα πορτογαλικά