lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δεσπόζω στα ουκρανικά

Λέξη:
δεσπόζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (20):
анулювати, анулюйте, важити, відкиньте, відхилити, відхиляти, зважити, зважувати, обмірковувати, обміркувати, особливість, панувати, переважати, переважити, переважок, переважте, переважувати, перевищити, перевищувати, превалювати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά δεσπόζω, θεσπίζω ορισμός, δεσπόζω συνώνυμα, δεσπόζω λεξικο, δεσπόζω ετυμολογία, δεσπόζω βικιλεξικο, δεσπόζω στα ουκρανικά, анулювати στα ελληνικά
δεσπόζω στα ουκρανικά