lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ενοχλώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
ενοχλώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (19):
aborrecer, contrariar, embaraçar, embargar, enojar, estornar, impedir, importunar, incomodar, infringir, interferir, irritar, marear, molestar, obstar, obstruir, perturbar, remar, revolver
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ενοχλώ, ενοχλώ συνώνυμο, ενοχλώ συνώνυμα, ενοχλώ μεταφραση, ενοχλώ ισπανικά, ενοχλώ ετυμολογία, ενοχλώ στα πορτογαλικά, aborrecer στα ελληνικά
ενοχλώ στα πορτογαλικά