lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εντολή στα πορτογαλικά

Λέξη:
εντολή (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (17):
arranjo, comando, consigna, disposição, educação, encargo, instrução, instruíeis, mandar, mandato, mando, ordem, pedido, poder, prescrever, recomendariam, recomendação
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά εντολή, εντολή φορολογικού ελέγχου, εντολή συνώνυμα, εντολή σαμαρά, εντολή πληρωμής, εντολή μετακίνησης, εντολή στα πορτογαλικά, arranjo στα ελληνικά
εντολή στα πορτογαλικά