lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

θλιβερός στα πορτογαλικά

Λέξη:
θλιβερός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (21):
acabrunhado, aflito, antipático, bronco, coitado, corona, deploraste, desagradável, desvalido, dolente, doloroso, fastidioso, lastimemos, lastimável, miserável, molesto, penoso, pobre, triste, violento, áspero
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά θλιβερός, μανώλης θλιβερός, θλιβερόσ χειμώνασ, θλιβερός συνώνυμα, θλιβερός στα πορτογαλικά, acabrunhado στα ελληνικά
θλιβερός στα πορτογαλικά