lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

θλιβερός στα ιταλικά

Λέξη:
θλιβερός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (20):
compassionevole, deplorevole, disagevole, fastidioso, flebile, increscioso, lamentevole, lamentoso, lugubre, miserabile, misero, molesto, penoso, pietoso, povero, scarso, sciagurato, sgraziato, spiacevole, squallido
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά θλιβερός, μανώλης θλιβερός, θλιβερόσ χειμώνασ, θλιβερός συνώνυμα, θλιβερός στα ιταλικά, compassionevole στα ελληνικά
θλιβερός στα ιταλικά