lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

θλιβερός στα ρωσικά

Λέξη:
θλιβερός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (12):
грустный, досадный, жалкий, жалобный, жалок, затруднительный, мучительный, неприятный, неудобный, обидный, печальный, прискорбный
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά θλιβερός, μανώλης θλιβερός, θλιβερόσ χειμώνασ, θλιβερός συνώνυμα, θλιβερός στα ρωσικά, грустный στα ελληνικά
θλιβερός στα ρωσικά