lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

θλιβερός στα δανική

Λέξη:
θλιβερός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (15):
bedrøvet, beklagelig, bitter, elendig, fattig, penibel, pinlig, plagsom, smertelig, sørgelig, sørgmodig, trist, ubehagelig, ussel, ynkelig
Σχετικές λέξεις:
δανική θλιβερός, μανώλης θλιβερός, θλιβερόσ χειμώνασ, θλιβερός συνώνυμα, θλιβερός στα δανική, bedrøvet στα ελληνικά
θλιβερός στα δανική