lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

θλιβερός στα σουηδικά

Λέξη:
θλιβερός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (13):
amper, bedrövlig, beklaglig, bitter, erbarmlig, ledsam, otrevlig, penibel, pinsam, sorglig, tråkig, ynklig, ömklig
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά θλιβερός, μανώλης θλιβερός, θλιβερόσ χειμώνασ, θλιβερός συνώνυμα, θλιβερός στα σουηδικά, amper στα ελληνικά
θλιβερός στα σουηδικά