lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καλλιεργώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
καλλιεργώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (8):
amanhar, beneficiar, criar, cultivar, educar, elevar, melhorar, suspender
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά καλλιεργώ, καλλιεργώ φράουλες, καλλιεργώ φασολάκια, καλλιεργώ συνώνυμα, καλλιεργώ σπανάκι, καλλιεργώ πατάτες, καλλιεργώ στα πορτογαλικά, amanhar στα ελληνικά
καλλιεργώ στα πορτογαλικά