lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καλλιεργώ στα τσεχική

Λέξη:
καλλιεργώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (25):
budovat, chovat, hnát, kultivovat, narůstat, obdělat, obdělávat, povznést, povýšit, pozdvihnout, pozvednout, provádět, pěstovat, růst, vybudovat, vychovat, vychovávat, vypěstovat, vyrůstat, vystavět, vzdělávat, vztyčit, zdvihnout, zvedat, zvednout
Σχετικές λέξεις:
τσεχική καλλιεργώ, καλλιεργώ φράουλες, καλλιεργώ φασολάκια, καλλιεργώ συνώνυμα, καλλιεργώ σπανάκι, καλλιεργώ πατάτες, καλλιεργώ στα τσεχική, budovat στα ελληνικά
καλλιεργώ στα τσεχική