lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καλλιεργώ στα ουκρανικά

Λέξη:
καλλιεργώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (19):
виростати, вирости, виростити, виростіть, вирощувати, виховати, виховувати, годувальниця, задній, культивувати, медсестра, нянька, няньчити, обробити, обробляти, обробіть, рости, ростити, тил
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά καλλιεργώ, καλλιεργώ φράουλες, καλλιεργώ φασολάκια, καλλιεργώ συνώνυμα, καλλιεργώ σπανάκι, καλλιεργώ πατάτες, καλλιεργώ στα ουκρανικά, виростати στα ελληνικά
καλλιεργώ στα ουκρανικά