lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καλλιεργώ στα δανική

Λέξη:
καλλιεργώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (6):
avle, dyrke, løfte, opdrage, kultivere, vokse
Σχετικές λέξεις:
δανική καλλιεργώ, καλλιεργώ φράουλες, καλλιεργώ φασολάκια, καλλιεργώ συνώνυμα, καλλιεργώ σπανάκι, καλλιεργώ πατάτες, καλλιεργώ στα δανική, avle στα ελληνικά
καλλιεργώ στα δανική