lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

νόμιμος στα πορτογαλικά

Λέξη:
νόμιμος (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (23):
acertado, afinado, ajustado, apenas, certo, correcto, enterro, equitativo, exactamente, exacto, fidedigno, honesto, honrado, judicial, jurídico, justificado, justo, leal, legal, legítimo, lícito, preciso, recto
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά νόμιμος, νόμιμος τόκος υπερημερίας 2013, νόμιμος τόκος υπερημερίας, νόμιμος τόκος, νόμιμος πληθυσμός, νόμιμος μισθός, νόμιμος στα πορτογαλικά, acertado στα ελληνικά
νόμιμος στα πορτογαλικά