lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

νόμιμος στα σουηδικά

Λέξη:
νόμιμος (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (13):
advokatknep, behörig, höger, juridisk, laglig, legal, legitim, lovlig, real, riktig, rätt, rättmätig, rättslig
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά νόμιμος, νόμιμος τόκος υπερημερίας 2013, νόμιμος τόκος υπερημερίας, νόμιμος τόκος, νόμιμος πληθυσμός, νόμιμος μισθός, νόμιμος στα σουηδικά, advokatknep στα ελληνικά
νόμιμος στα σουηδικά