lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οριοθετώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
οριοθετώ (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (6):
abreviar, delimitar, demarcar, limitar, mensurar, restringir
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά οριοθετώ, υιοθετώ συνώνυμο, υιοθετώ στα αγγλικά, οριοθετώ συνώνυμα, οριοθετώ english, οριοθετώ στα πορτογαλικά, abreviar στα ελληνικά
οριοθετώ στα πορτογαλικά