lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οριοθετώ στα γερμανικά

Λέξη:
οριοθετώ (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (6):
begrenzen, beschränken, drosseln, einschränken, limitieren, abstecken
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά οριοθετώ, υιοθετώ συνώνυμο, υιοθετώ στα αγγλικά, οριοθετώ συνώνυμα, οριοθετώ english, οριοθετώ στα γερμανικά, begrenzen στα ελληνικά
οριοθετώ στα γερμανικά