lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οριοθετώ στα τσεχική

Λέξη:
οριοθετώ (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (23):
delimitovat, krátit, limitovat, napravit, odkysličovat, ohraničit, omezit, omezovat, oříznout, podmanit, podrobit, potlačit, překážet, redukovat, snižovat, snížit, stlačit, tísnit, vadit, vymezit, zkrátit, zmenšit, zmenšovat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική οριοθετώ, υιοθετώ συνώνυμο, υιοθετώ στα αγγλικά, οριοθετώ συνώνυμα, οριοθετώ english, οριοθετώ στα τσεχική, delimitovat στα ελληνικά
οριοθετώ στα τσεχική