lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οριοθετώ στα δανική

Λέξη:
οριοθετώ (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (2):
begrænse, indskrænke
Σχετικές λέξεις:
δανική οριοθετώ, υιοθετώ συνώνυμο, υιοθετώ στα αγγλικά, οριοθετώ συνώνυμα, οριοθετώ english, οριοθετώ στα δανική, begrænse στα ελληνικά
οριοθετώ στα δανική