lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οριοθετώ στα σουηδικά

Λέξη:
οριοθετώ (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (3):
begränsa, gräns, inskränka
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά οριοθετώ, υιοθετώ συνώνυμο, υιοθετώ στα αγγλικά, οριοθετώ συνώνυμα, οριοθετώ english, οριοθετώ στα σουηδικά, begränsa στα ελληνικά
οριοθετώ στα σουηδικά