lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παχύσαρκος στα πορτογαλικά

Λέξη:
παχύσαρκος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (5):
corpulento, obeso, forte, gordo, sólido
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά παχύσαρκος, παχύσαρκος υπέρβαρος, παχύσαρκος παρθένος έστειλε τη φίλη του στο νοσοκομείο, παχύσαρκος γάτος, είμαι παχύσαρκος, παχύσαρκος στα πορτογαλικά, corpulento στα ελληνικά
παχύσαρκος στα πορτογαλικά