lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παχύσαρκος στα ρωσικά

Λέξη:
παχύσαρκος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (7):
дородный, жирный, полнотелый, дюжий, крепкий, полный, сильный
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά παχύσαρκος, παχύσαρκος υπέρβαρος, παχύσαρκος παρθένος έστειλε τη φίλη του στο νοσοκομείο, παχύσαρκος γάτος, είμαι παχύσαρκος, παχύσαρκος στα ρωσικά, дородный στα ελληνικά
παχύσαρκος στα ρωσικά