lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

περιπλέκω στα πορτογαλικά

Λέξη:
περιπλέκω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (6):
atrapalhar, complicar, confundir, enredar, perturbar, intricar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά περιπλέκω, περιπλέκω στα πορτογαλικά, atrapalhar στα ελληνικά
περιπλέκω στα πορτογαλικά