lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

περιπλέκω στα τσεχική

Λέξη:
περιπλέκω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (13):
komplikovat, motat, mást, ovinout, plést, poplést, splést, zakroutit, zamotat, zaplést, zašmodrchat, zmotat, zmást
Σχετικές λέξεις:
τσεχική περιπλέκω, περιπλέκω στα τσεχική, komplikovat στα ελληνικά
περιπλέκω στα τσεχική