lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

περιπλέκω στα πολωνική

Λέξη:
περιπλέκω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (4):
gmatwać, komplikować, skomplikować, wikłać
Σχετικές λέξεις:
πολωνική περιπλέκω, περιπλέκω στα πολωνική, gmatwać στα ελληνικά
περιπλέκω στα πολωνική