lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συγκροτώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
συγκροτώ (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (16):
cerar, chamar, compor, constituir, criar, denominar, erigir, estabelecer, fabricar, formar, fundar, instituir, integrar, mencionar, nobre, nomear
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά συγκροτώ, συγκροτώ συνώνυμο, συγκροτώ συνώνυμα, συγκροτώ english, συγκροτώ στα πορτογαλικά, cerar στα ελληνικά
συγκροτώ στα πορτογαλικά