lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συγκροτώ στα πολωνική

Λέξη:
συγκροτώ (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (5):
mianować, stanowić, tworzyć, ustanawiać, utworzyć
Σχετικές λέξεις:
πολωνική συγκροτώ, συγκροτώ συνώνυμο, συγκροτώ συνώνυμα, συγκροτώ english, συγκροτώ στα πολωνική, mianować στα ελληνικά
συγκροτώ στα πολωνική