lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συγκροτώ στα ρωσικά

Λέξη:
συγκροτώ (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (13):
назначать, называть, образовать, образовывать, основывать, производить, создавать, создать, созидать, составлять, творить, устанавливать, учреждать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά συγκροτώ, συγκροτώ συνώνυμο, συγκροτώ συνώνυμα, συγκροτώ english, συγκροτώ στα ρωσικά, назначать στα ελληνικά
συγκροτώ στα ρωσικά