lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συγκροτώ στα ιταλικά

Λέξη:
συγκροτώ (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (17):
addurre, comporre, costituire, creare, figura, fissare, foggia, fondare, forma, formare, generare, instaurare, istituire, nominare, plasmare, produrre, veste
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά συγκροτώ, συγκροτώ συνώνυμο, συγκροτώ συνώνυμα, συγκροτώ english, συγκροτώ στα ιταλικά, addurre στα ελληνικά
συγκροτώ στα ιταλικά