lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μισθοφόρος στα ουκρανικά

Λέξη:
μισθοφόρος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (9):
зарубка, корисливий, найманець, найманий, найомний, продажний, виплачуваний, платний, сплачений
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά μισθοφόρος, ο μισθοφόρος, μισθοφόρος στρατιώτης, μισθοφόρος ορισμός, επάγγελμα μισθοφόρος, μισθοφόρος στα ουκρανικά, зарубка στα ελληνικά
μισθοφόρος στα ουκρανικά