lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ντροπαλός στα πορτογαλικά

Λέξη:
ντροπαλός (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (16):
apoiado, cobarde, discreto, esquivo, humilde, ignoto, medroso, modesto, módico, parco, pequeno, recatado, temeroso, timorato, tímido, zoo
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ντροπαλός, ντροπαλός συνώνυμο, ντροπαλός συνώνυμα, ντροπαλός σκορπιός, ντροπαλός ελευσίνας, ντροπαλός αντίθετο, ντροπαλός στα πορτογαλικά, apoiado στα ελληνικά
ντροπαλός στα πορτογαλικά