lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

απασχόληση στα γερμανικά

Λέξη:
απασχόληση (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (8):
belustigung, erholung, kurzweil, unterhaltung, vergnügung, zeitverschwendung, zeitvertreib, zerstreuung
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά απασχόληση, απασχόληση συνώνυμα, απασχόληση συνταξιούχων οαεε, απασχόληση συνταξιούχων δημοσίου, απασχόληση συνταξιούχων 2014, απασχόληση συνταξιούχων, απασχόληση στα γερμανικά, belustigung στα ελληνικά
απασχόληση στα γερμανικά