lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποδεικνύω στα σουηδικά

Λέξη:
αποδεικνύω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (13):
anföra, avprova, befäl, bevisa, försöka, lede, probera, prova, pröva, skylta, smaka, synas, vise
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά αποδεικνύω, αποδεικνύω συνώνυμο, αποδεικνύω συνώνυμα, αποδεικνύω στα αγγλικα, αποδεικνύω κλιση, αποδεικνύω ετυμολογια, αποδεικνύω στα σουηδικά, anföra στα ελληνικά
αποδεικνύω στα σουηδικά