lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποδεικνύω στα νορβηγικά

Λέξη:
αποδεικνύω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (26):
anføre, anvise, argumentere, avprova, bevisa, bevise, demonstrere, forevise, forsøke, framføre, fremtre, godtgjøre, kommandere, lede, oppvise, peke, presentere, prova, prøva, prøve, smaka, smake, synas, syne, utpeke, vise
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά αποδεικνύω, αποδεικνύω συνώνυμο, αποδεικνύω συνώνυμα, αποδεικνύω στα αγγλικα, αποδεικνύω κλιση, αποδεικνύω ετυμολογια, αποδεικνύω στα νορβηγικά, anføre στα ελληνικά
αποδεικνύω στα νορβηγικά