lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποδεικνύω στα πολωνική

Λέξη:
αποδεικνύω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (8):
demonstrować, dowodzić, okazywać, pokazywać, próbować, udowadniać, uwidaczniać, wykazywać
Σχετικές λέξεις:
πολωνική αποδεικνύω, αποδεικνύω συνώνυμο, αποδεικνύω συνώνυμα, αποδεικνύω στα αγγλικα, αποδεικνύω κλιση, αποδεικνύω ετυμολογια, αποδεικνύω στα πολωνική, demonstrować στα ελληνικά
αποδεικνύω στα πολωνική