lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μουρμουρίζω στα τσεχική

Λέξη:
μουρμουρίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (29):
brblat, brebentit, brebtat, breptat, brumlat, bručení, bručet, bublat, bublání, drmolit, huhlat, hučet, koktat, mručet, mumlat, příst, rachotit, reptat, reptání, vrčet, zamručet, zamumlání, šelestit, šepot, šeptat, šum, šumot, šumět, žvatlat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική μουρμουρίζω, μουρμουρίζω συνόνυμα, μουρμουρίζω στα αγγλικά, μουρμουρίζω αγγλικά, μουρμουρίζω στα τσεχική, brblat στα ελληνικά
μουρμουρίζω στα τσεχική