lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: τεντώνομαι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
drawl, overstrain, protract, pull, stretch
τεντώνομαι
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
prodloužit, prodlužovat, protahovat, protáhnout, přetáhnout, tahat, vytahovat, vytáhnout
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
begehen, durchziehen, reißen, vorbeiwehen, ziehen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
hale, rykning, trekke, trække, var, vare
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
arrastrar, desperezarse, estirar, pasar, tirar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dégrosser, passer, prolonger, tirer, traîner
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
allungare, protrarre
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dra, draga, drøye, hale, rykning, slikta, trekke, vara, vare
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
медлить, передергивать, передёргивать, перетаскивать, перетягивать, протаскивать, протягивать, тянуть
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
draga, ryck, rycka, ryckning, slita, vara
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tërheq
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
цягнуць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kiskoa, vetää
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vući
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
elhúzni, elnyújt, húzni, végighúzni
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estirar, puxar, sacar, tirar
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
przeciągać