lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κρεμώ στα ουκρανικά

Λέξη:
κρεμώ (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (18):
висіти, відкладати, відкласти, вірьовка, вішайте, вішати, заважити, завісити, звисати, ланцюжок, повід, повісити, повісьте, припинити, припиняти, підвісити, підвішувати, струна
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κρεμώ, ρημα κρεμώ, κρεμώ συνωνυμα, κρεμώ στα ουκρανικά, висіти στα ελληνικά
κρεμώ στα ουκρανικά