lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πτερύγιο στα φινλανδικά

Λέξη:
πτερύγιο (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (7):
evä, hartia, lapa, lapaluu, lapio, olka, olkapää
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά πτερύγιο, ρινικό πτερύγιο, πτερύγιο ωτός, πτερύγιο στο μάτι, πτερύγιο οφθαλμού, πτερύγιο ματιού, πτερύγιο στα φινλανδικά, evä στα ελληνικά
πτερύγιο στα φινλανδικά