lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πλεονέκτημα στα γερμανικά

Λέξη:
πλεονέκτημα (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (10):
gewinn, interesse, nutzen, verdienst, vorteil, tugend, vortäuschungen, vorzimmer, vorzug, wert
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά πλεονέκτημα, συγκριτικό πλεονέκτημα, πλεονέκτημα τησ αμφιβολίασ, πλεονέκτημα συνώνυμο, πλεονέκτημα στο πέναλτι, πλεονέκτημα ρόδος, πλεονέκτημα στα γερμανικά, gewinn στα ελληνικά
πλεονέκτημα στα γερμανικά