lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πονηρός στα τσεχική

Λέξη:
πονηρός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (35):
bystrý, chytrácký, chytrý, dovedný, důmyslný, důvtipný, inteligentní, klamný, lišácký, lstivost, lstivý, mazaný, obratný, ošemetný, ošidný, podvodný, pohotový, prohnaný, roztomilý, tajný, vychytralý, vynalézavý, zchytralý, zlomyslný, zručný, zrádný, zákeřný, záludný, úskok, úskočný, čtverácký, šelmovský, šibalský, šikovný, škodolibý
Σχετικές λέξεις:
τσεχική πονηρός, πονηρός συνώνυμα, πονηρός πράκτωρ καραγκιόζης 1966, πονηρός πράκτωρ καραγκιόζης, πονηρός πλαστικός χειρουργός, πονηρός ο βλάχος, πονηρός στα τσεχική, bystrý στα ελληνικά
πονηρός στα τσεχική