lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πονηρός στα ρωσικά

Λέξη:
πονηρός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (18):
злокозненный, искусный, каверзный, коварный, корыстный, ловкий, лукав, лукавый, обманчивый, умный, ухищрен, ухищренный, ухищрён, ухищрённый, хитер, хитрость, хитрый, хитёр
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά πονηρός, πονηρός συνώνυμα, πονηρός πράκτωρ καραγκιόζης 1966, πονηρός πράκτωρ καραγκιόζης, πονηρός πλαστικός χειρουργός, πονηρός ο βλάχος, πονηρός στα ρωσικά, злокозненный στα ελληνικά
πονηρός στα ρωσικά