lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πονηρός στα πορτογαλικά

Λέξη:
πονηρός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (29):
aleivoso, ardiloso, arteiro, artificioso, astuto, belo, cachaças, cadastro, capcioso, cauto, cuco, doloso, elegante, falaz, fino, hábil, insidioso, inteligente, jeitoso, ladino, listo, picaresco, pérfido, pícaro, sagaz, traidor, velo, vividos, ágil
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά πονηρός, πονηρός συνώνυμα, πονηρός πράκτωρ καραγκιόζης 1966, πονηρός πράκτωρ καραγκιόζης, πονηρός πλαστικός χειρουργός, πονηρός ο βλάχος, πονηρός στα πορτογαλικά, aleivoso στα ελληνικά
πονηρός στα πορτογαλικά