lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φιλάργυρος στα τσεχική

Λέξη:
φιλάργυρος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (26):
chamtivý, chtivý, dravý, držgrešle, dychtivý, hladový, hltavý, hrabivý, lakomec, lakomý, lakotný, lačný, malicherný, nenasytný, skoupý, skrblický, skrblivý, skrblík, spořivý, těsný, utažený, všivý, špinavec, špinavý, žravý, žádostivý
Σχετικές λέξεις:
τσεχική φιλάργυρος, φιλάργυρος του μολιέρου υπόθεση, φιλάργυρος του μολιέρου αθηνοραμα, φιλάργυρος του μολιέρου, φιλάργυρος προσφορα, φιλάργυρος μπεζος κριτικη, φιλάργυρος στα τσεχική, chamtivý στα ελληνικά
φιλάργυρος στα τσεχική