ωρύομαι ετυμολογία, ωρύομαι κλιση
προφορά αμοιβάδα γάμπα αντέχω πικρός δεδομένα εξοπλισμός ματαιοδοξία πέντε εργάτης νόμιμος μονός γούνα πηδώ τυφλός τεχνολογία διάρρηξη συνάλλαγμα χρυσοχόος ενισχύω