lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αντιγράφω στα φινλανδικά

Λέξη:
αντιγράφω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (8):
jäljentää, jäljitellä, kopioida, apinoida, monistaa, käskeä, määrätä, säätää
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά αντιγράφω, πως αντιγράφω, αντιγράφω προστακτική, αντιγράφω αντέγραψε, αντιγράφω στα φινλανδικά, jäljentää στα ελληνικά
αντιγράφω στα φινλανδικά