lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τακτοποιώ στα φινλανδικά

Λέξη:
τακτοποιώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (7):
järjestää, käskeä, koota, määrätä, asentaa, asettaa, sisustaa
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά τακτοποιώ, τακτοποιώ συνώνυμο, τακτοποιώ ονειροκρίτης, τακτοποιώ λεξικο, τακτοποιώ αγγλικα, τακτοποιώ στα φινλανδικά, järjestää στα ελληνικά
τακτοποιώ στα φινλανδικά