lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τακτοποιώ στα ρωσικά

Λέξη:
τακτοποιώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (12):
благоустраивать, делать, организовать, приказывать, слагать, справлять, укладывать, улаживать, уложить, упорядочить, устраивать, юстировать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά τακτοποιώ, τακτοποιώ συνώνυμο, τακτοποιώ ονειροκρίτης, τακτοποιώ λεξικο, τακτοποιώ αγγλικα, τακτοποιώ στα ρωσικά, благоустраивать στα ελληνικά
τακτοποιώ στα ρωσικά