lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φρένο στα φινλανδικά

Λέξη:
φρένο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά φρένο, φρένο της αργεντινής στις εισαγωγές, φρένο συρταριών, φρένο στις πρόωρες συντάξεις, φρένο στις αλλαγές των πανελλαδικών εξετάσεων, φρένο σίτασ, φρένο στα φινλανδικά, jarru στα ελληνικά
φρένο στα φινλανδικά