lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φρένο στα ουγγρική

Λέξη:
φρένο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική φρένο, φρένο της αργεντινής στις εισαγωγές, φρένο συρταριών, φρένο στις πρόωρες συντάξεις, φρένο στις αλλαγές των πανελλαδικών εξετάσεων, φρένο σίτασ, φρένο στα ουγγρική, fék στα ελληνικά
φρένο στα ουγγρική